- νωθρώς
- (ΑΜ νωθρῶς)βλ. νωθρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νωθρῶς — νωθρός heavy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… … Dictionary of Greek